- πέρκνα
- η веснушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περκνά — περκνός dusky neut nom/voc/acc pl περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc/acc dual περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκνα — και πρέκνα, η βλ. περκνάδα … Dictionary of Greek
περκνάδα — και πέρκνα και πρέκνα, η, Ν κηλίδα στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη τού σώματος ξανθών ατόμων, υπό την επίδραση τού ήλιου το καλοκαίρι, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός + κατάλ. άδα / α (πρβλ. παν άδα)] … Dictionary of Greek